προσπελάσει

προσπελάσει
προσπέλασις
bringing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
προσπελάσεϊ , προσπέλασις
bringing
fem dat sg (epic)
προσπέλασις
bringing
fem dat sg (attic ionic)
προσπελάζω
cause to approach
aor subj act 3rd sg (epic)
προσπελάζω
cause to approach
fut ind mid 2nd sg
προσπελάζω
cause to approach
fut ind act 3rd sg
προσπελάζω
cause to approach
aor subj act 3rd sg (epic)
προσπελάζω
cause to approach
fut ind mid 2nd sg
προσπελάζω
cause to approach
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Σαρτρ, Ζαν-Πωλ — (Sartre). Γάλλος φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης (Παρίσι 1905 1980). Είναι, μαζί με το Χάιντεγκερ και το Γιάσπερς, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του νεώτερου υπαρξισμού. Γιος μηχανικού, αφού σπούδασε στην Ecole Normale Superieure, έγινε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”